Οστεοπόρωση
Η λέξη «οστεοπόρωση» κυριολεκτικά σημαίνει πορώδες οστό. Είναι η νόσος λοιπόν που χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής πυκνότητας και διαταραχή της οστικής αρχιτεκτονικής με αποτέλεσμα την ελάττωση της αντοχής του οστού και τον αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Το οστό είναι ζωντανός και δραστήριος ιστός που συνεχώς ανανεώνεται. Η οστική μάζα διασπάται από κύτταρα που λέγονται οστεοκλάστες και αναδιαμορφώνεται από άλλα κύτταρα, τους οστεοβλάστες, με διαδικασία που η ισορροπία της ελέγχεται μέσω των κυτταροκινών TGF-β και IGF.
Η αναδιαμόρφωση των οστών από τους οστεοβλάστες απαιτεί την επάρκεια ασβεστίου και ρυθμίζεται μέσα από περίπλοκα μονοπάτια σηματοδότησης που περιλαμβάνουν τη δράση των ορμονών όπως η παραθορμόνη (PTH), η αυξητική ορμόνη (GH), τα στεροϊδή, η καλσιτονίνη. Η παραγωγή της οστικής μάζας εξαρτάται επίσης άμεσα από τη σωματική δραστηριότητα και τις διατροφικές συνήθειες (πχ επάρκεια Vit D).
Η οστεοπόρωση διακρίνεται σε πρωτοπαθή (μετεμμηνοπαυσιακή και οστεοπόρωση των ηλικιωμένων) και δευτεροπαθή.
Η πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης είναι η μετεμμηνοπαυσιακή που εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση λόγω της μειωμένης παραγωγής των «γυναικείων ορμονών», των οιστρογόνων. Η λεγόμενη οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας 70 ετών και πάνω.
Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση αναπτύσσεται δευτερογενώς σε ασθενείς με παθήσεις, όπως είναι π.χ. ο υπερπαραθυρεοειδισμός, ο υπογοναδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός κ.α. Επίσης δευτεροπαθής οστεοπόρωση μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που παίρνουν για μακρό χρονικό διάστημα ορισμένα φάρμακα (γλυκοκορτικοειδή, θυροξίνη σε δόση μεγαλύτερη από ό,τι χρειάζεται για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού, αντιεπιληπτικά, ηπαρίνη).
Ο ενδοκρινολόγος είναι αρμόδιος για τη διάγνωση, την ανίχνευση της πιθανής ορμονικής αιτίας της οστεοπόρωσης καθώς και για τη μετέπειτα θεραπεία της.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης μπορεί να γίνει με μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Αυτή γίνεται στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης πριν από την ηλικία των 60 ετών ή στο άνω άκρο του μηριαίου οστού στην ηλικία των 60 ετών και πάνω. Για τη μέτρηση αυτή η πιο χρήσιμη και αξιόπιστη μέθοδος είναι η μέτρηση της απορρόφησης διπλοενεργειακών φωτονίων, που είναι γνωστή ως DEXA από το Dual Energy X-ray absorptiometry.

Μέτρηση της οστικής πυκνότητας θα πρέπει να γίνεται:
- Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας μικρότερης των 65 ετών που έχουν επιπλέον της εμμηνόπαυσης έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Σε όλες τις γυναίκες ηλικίας 65 ετών και πάνω ανεξαρτήτως παραγόντων κινδύνου.
- Σε γυναίκες και άνδρες που παίρνουν ή προβλέπεται να πάρουν κορτιζόνη για μεγάλο χρονικό διάστημα (ημερήσια δόση ίση ή μεγαλύτερη από 7,5 mg πρεδνιζολόνης για 3 μήνες ή περισσότερο).
- Σε γυναίκες και άνδρες με ακτινολογική παραμόρφωση σπονδύλων.
- Σε γυναίκες και άνδρες που έχουν υποστεί κάταγμα μετά από ελαφρό τραύμα.
- Σε γυναίκες και άνδρες που βρίσκονται σε θεραπεία για οστεοπόρωση προκειμένου να γίνεται περιοδικά αξιολόγηση του αποτελέσματος της εφαρμοζόμενης θεραπευτικής αγωγής
Η κατάλληλη θεραπεία μπορεί να πετύχει αναστολή περαιτέρω οστικής απώλειας, αύξηση της οστικής μάζας και μείωση του κινδύνου καταγμάτων.